ανορροπύγιος

ανορροπύγιος
ἀνορροπύγιος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει οπίσθια, άνουρος
2. (για έντομα) αυτός που κινείται χωρίς τη βοήθεια ουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ορροπύγιον «η ουρά των ζώων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνορροπύγιος — ἀνορροπύ̱γιος , ἀνορροπύγιος without rump masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορροπύγιον — ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump masc/fem acc sg ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”